κηπαῖος

κηπαῖος
κηπ-αῖος, α, ον, ([etym.] κῆπος)
A of or from a garden, cultivated,

κ. σίκυες Arist.Pr.926b7

, cf. Dsc.2.146, Gal.6.627 (v.l.), etc.; κ. παράδεισοι garden-like parks, Clearch.6.
II κηπαία (sc. θύρα), , gardendoor, back-door, Hermipp.47.9, cf.Poll.1.76; prov., ταῖς κ. θύραις 'by the back-stairs', D.L.7.25, cf. Gal.2.98.
2 a herb, Sedum Cepaea, Dsc.3.151.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… …   Dictionary of Greek

  • κηπαίαις — κηπαῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίην — κηπαῖος of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίοις — κηπαῖος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίου — κηπαῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίους — κηπαῖος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίῳ — κηπαῖος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαία — κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc/acc dual κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίας — κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem acc pl κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήπειος — κήπειος, εία, ον (Α) [κήπος] κηπαίος* …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”